ανθρωπογεωγραφία — η κλάδος της γεωγραφίας που μελετά την επίδραση του εδάφους και του κλίματος πάνω στον άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Μπριν, Ζαν — (Jean Brunhes, Τουλούζ 1869 – Μπουλόν σιρ Μερ 1930). Γάλλος γεωγράφος. Ενδιαφέρθηκε κυρίως για την ανθρωπογεωγραφία, αναπτύσσοντας μερικά θέματα για τις σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Φριμπούρ στην Ελβετία… … Dictionary of Greek
Ριχτχόφεν, Φερδινάνδος Παύλος Γουλιέλμος — (Richthofen, 1833 – 1903). Γερμανός γεωγράφος και γεωλόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Μπρεσλάου και Βερολίνου. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Βόνης (1875 79), Λιψίας (1883 86) και Βερολίνου (από το 1886). Υπήρξε πρόεδρος της… … Dictionary of Greek
ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… … Православная энциклопедия
Ägäisches Meer — Satellitenbild der Ägäis Das Ägäische Meer oder die Ägäis (altgriechisch Αἰγαῖον πέλαγος aigaion pelagos, heute neugriechisch Αιγαίο Πέλαγος (n. sg.) Egeo pelagos, türkisch Ege Denizi), ist ein Nebenmeer des Mittelmeers … Deutsch Wikipedia
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek